φιξάρω

φιξάρω
(λ. γαλλ.), φιξάρισα, φιξαρίστηκα, φιξαρισμένος, μτβ., σταθεροποιώ, μονιμοποιώ, κάνω κάτι σταθερό, αναλλοίωτο, μόνιμο (ιδίως για χρώματα, φωτοτυπίες κ.ά.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιξάρω — φιξάρω, φιξάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φιξάρω — Ν 1. (ιδίως σχετικά με χρώμα) σταθεροποιώ κάτι ώστε να μείνει αναλλοίωτο 2. οριστικοποιώ («πρέπει να φιξάρουμε το ραντεβού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιξ + κατάλ. άρω*] …   Dictionary of Greek

  • φιξάρισμα — το, Ν [φιξάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φιξάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”